Τσερνόμπιλ: 35 χρόνια μετά

«Η γη αυτή δεν ανήκει πια σε κανέναν, την πήρε ο Θεός», λένε μάρτυρες που έζησαν την ιστορική καταστροφή και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη – φάντασμα τους. 35 χρόνια μετά, η φρίκη είναι η ίδια αναίσθητη, σιωπηλή, αθέατη και αόρατη.

Τραγικοί ήρωες της ιστορίας είναι εκείνοι που κάποτε ερωτεύονταν και γεύονταν τη ζωή, εκείνοι που ξαφνικά είδαν το σώμα να λιώνει, είδαν τα κομμάτια των αγαπημένων τους να χάνονται στη γη, είδαν τον τόπο που τους γέννησε να μεταλλάσσεται σε απαγορευμένη ζώνη. Άνθρωποι και οικογένειες της πόλης, που επέζησαν της καταστροφής ή που την γνωρίζουν από τους προγόνους τους, αναζητούν ακόμα και σήμερα ερείσματα για να στηριχτούν, αναζητούν κειμήλια και είδωλα που θα τους θυμίσουν τις ανέμελες στιγμές και τα πρόσωπα που χάθηκαν.

Μετά το ατύχημα η χώρα έχασε 485 χωριά, πολλά εκ των οποίων χώθηκαν βαθιά μέσα στη γη, σβήνοντας την ύπαρξη τους από τον χάρτη. Αξίζει να τονιστεί, ότι η ραδιενέργεια κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στα αίτια θνησιμότητας. Συγκεκριμένα, τη στιγμή της καταστροφής απελευθερώθηκαν  50.000.000 ραδιονουκλίδια στην ατμόσφαιρα, εκ των οποίων το 70% κατακάθισε στη Λευκορωσία, ενώ το υπόλοιπο 30% απλώθηκε στις γύρω περιοχές.  Το αποτέλεσμα του φαινομένου, είναι ο αυξημένος αριθμός των περιπτώσεων καρκίνου, διανοητικής καθυστέρησης, νευρικών – ψυχικών ασθενειών και το ποσοστό γενετικών μεταλλάξεων να μην εκλείπει από την πόλη, ακόμα και μετά από το πέρασμα τόσων χρόνων.

Για όλο τον κόσμο το Τσερνόμπιλ, είναι μία τραγική είδηση, ένα ιστορικό γεγονός, ένα θέμα για τα ΜΜΕ, μία αναζήτηση στους χάρτες για να εντοπίσουμε έναν η μόλυνση μπορεί να μας πλησιάσει, μία πόλη δυσοίωνη και αποκρουστική, είναι μια ιστορία ξεχασμένη από πολλούς. Στην πραγματικότητα όμως, είναι οι άντρες, οι γυναίκες, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, είναι οι πυροσβέστες που χάθηκαν  προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν και να σώσουν τους πληγέντες, είναι όλοι όσοι έσβησαν με την απελευθέρωση της πυρηνικής ενέργειας, είναι εκείνοι που έλιωσαν χωρίς να ρωτηθούν, είναι μελλοθάνατα παιδιά με μοίρα προδιαγεγραμμένη, είναι οι γυναίκες που γέννησαν παραμορφωμένα και νεκρά παιδιά, είναι οι μάνες που δεν τόλμησαν να ξανακάνουν παιδιά, είναι οι γλυκιές ψυχές που χάθηκαν από λευχαιμία, είναι οι νεαρές που αρνήθηκαν την καταγωγή τους μήπως δεν βρουν σύντροφο, είναι τα ξερά κορμιά, είναι οι γονιοί που έθαψαν τα παιδιά τους, είναι οι σύζυγοι που είδαν την σάρκα των αγαπημένων τους να λιώνει, είναι  μία περιοχή απαγορευμένη, μία περιοχή που την έστειλε και μας την πήρε ο Θεός, είναι οι άνθρωποι που αναρωτήθηκαν, γιατί τόσος πόνος; Το Τσερνόμπιλ είναι η μεγαλύτερη καταστροφή του 20ου αιώνα.

Κιόμως, εκεί όπου γεννήθηκε η Κόλαση εκεί οι άνθρωποι συνέχισαν να αγαπούν, να νοσταλγούν και να σκέφτονται ένα μέλλον καλύτερο, έναν κόσμο ομορφότερο για τις επόμενες γενεές της ανθρωπότητας. Μάλλον οι άνθρωποι που έλιωσαν, μας άφησαν μια παρακαταθήκη, μιαν που δεν πρέπει να ξεχάσουμε, τη γνώση της Ιστορίας, τη γνώση ότι ο άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει και ταυτόχρονα μπορεί να ισοπεδώσει τα πάντα, να  μετατρέψει πόλεις ολόκληρες σε μαύρα κουτιά.

Πολλοί είναι εκείνοι που προσπάθησαν να δέσουν τις σκιές της πόλης και να καταλογίσουν ευθύνες σε εκείνους που προκάλεσαν το ολέθριο δυστύχημα. Βαθύτερα, αν αναζητήσουμε τους ενόχους, πιθανώς να κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας, μία ματιά στον καθρέπτη, μάταια θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα, πως κανείς άλλος δεν έφταιξε πάρα η ανθρώπινη φύση μας. Ο  κόσμος κλονίστηκε από την αδυναμία της ιστορίας και από την ανημποριά του ανθρώπου να αντιμετωπίσει καταστάσεις και να ελέγξει τον κόσμο.  Το Τσερνόμπιλ είναι το σκοτεινότερο κομμάτι της ιστορίας, είναι η αφήγηση της καταστροφής και του αφανισμού του ανθρώπινου είδους. 35 χρόνια μετά, η γνώση της ιστορίας είναι το ασφαλέστερο μέσο, έτσι ώστε να αποτρέψουμε την επανάληψη της. Αξίζει να σκεφτούμε, τι μας μένει μετά την καταστροφή, η αντίληψή της καταστροφικότητάς μας, η γνώση της ανθρωποφάγου εξέλιξης μας ή το ένστικτο της επιβίωσης; Είναι άραγε φυσικό, να θέλουμε να ξεχάσουμε μία πόλη, πείθοντας τους εαυτούς μας ότι ανήκει στο παρελθόν και αγνοώντας τις συνέπειες της άγνοιάς μας για το μέλλον;

«Μακροβούτι» στις τιμές του πετρελαίου

Από τον Μάρτιο του 2020 την επικαιρότητα μονοπωλούν οι ειδήσεις περί πανδημίας, κάτω από το πέπλο της οποίας διαδραματίζεται μία πετρελαϊκή κρίση, με οδυνηρές οικονομικές συνέπειες.

Αν ρίξουμε μια γρήγορη ματιά, είναι εύκολο να αντιληφθούμε, ότι οι τιμές του μαύρου χρυσού βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα της ιστορίας.  Η απαγόρευση κυκλοφορίας και τα καθολικά lockdowns, οδήγησαν αναπόφευκτα στη μείωση κατανάλωσης των καυσίμων. Γιατί; Γιατί πολύ απλά ο κόσμος παρέμενε στο σπίτι και οι μετακινήσεις του ήταν λιγοστές. Σαφώς, η ζήτηση «κατεδαφίστηκε» και οι τιμές υποχώρησαν.  

Κάνοντας βήματα πίσω και παρατηρώντας τη σειρά των γεγονότων από τον Φλεβάρη αυτού του έτους, προτού ξεσπάει αυτή η παγκόσμια υγειονομική κρίση, θα δούμε πως η Σαουδική Αραβία, η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή στην εξαγωγή πετρελαίου, προέβλεψε την επικείμενη πτώση των τιμών και εισηγήθηκε στον OPEC (Οργανισμός Πετρελαιοπηγών Χωρών) ζητώντας μείωση εξόρυξης και παραγωγής του μαύρου χρυσού (με αυτό τον τρόπο η προσφορά θα μειώνονταν, αυξάνοντας την ζήτηση και άρα οι τιμές θα διατηρούνταν σε ικανοποιητικά επίπεδα). Η Ρωσία στάθηκε αντίθετη απέναντι σε αυτή την εισήγηση, με αποτέλεσμα η Σαουδική Αραβία αντί να μειώσει, να αυξήσει την παραγωγή της.  Τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της αύξησης ήταν αναπόφευκτα. Επενδυτές και Βιομήχανοι, βιώνοντας τις επιπτώσεις της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης δεν ήταν πρόθυμοι να παραγγείλουν πετρέλαιο. Η απουσία ζήτησης έκανε τις δεξαμενές των διυλιστηρίων να γεμίσουν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άλλος χώρος αποθήκευσης. Στον αντίποδα, οι πωλητές για να απαλλαγούν από τα αποθέματα αναγκάστηκαν να πουλήσουν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, ακόμα και αρνητικές. Πηγές και επίσημα στοιχεία αναφέρουν, πως ο μαύρος χρυσός έφτασε στα -40$ το βαρέλι. Φανερά, οι πωλητές φάνηκαν πρόθυμοι να χρεωθούν, προκειμένου να απαλλαγούν από το προϊόν, που «βάραινε» τις αποθήκες τους.  

Στην επιφάνεια μίας βαρύτατης παγκόσμιας οικονομικής καταστροφής, που αδιαμφισβήτητα συνδέεται στενά με την πετρελαϊκή κρίση, θα βρεθούν ο δημόσιος δανεισμός, η ανεργία και το φαινόμενο του αποπληθωρισμού, εφόσον οι επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό θα αναγκασθούν να μειώσουν τιμές και το λειτουργικό τους κόστος.